- λέπω
- λέπω (Α)1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.)2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα3. τρώγω, κατατρώγω4. παθ. λέπομαια) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος»β) αυνανίζομαιγ) κάνω άσεμνες πράξεις ή χειρονομίες, ασελγαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λεξιλογική οικογένεια τού λέπω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *lep- «αποφλοιώνω, γδέρνω, αποχωρίζω»Ο ενεστ. τ. λέπω δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες ΙΕ γλώσσες, σε αντίθεση με ορισμένα παράγωγά του όπως: λέπος (το) «φλοιός» (πρβλ. λατ. lepos,-oris «λεπτότητα, φτώχεια»), λοπός «φλοιός, δέρμα» (πρβλ. λιθουαν. lăpas «φύλλο», αλβ. lape «κουρέλι, χαρτί»), λῶπος «μικρή χλαίνη» (πρβλ. λιθουαν. lŏpas «κουρέλι»). Ο παθ. αόριστος β' λαπῆναι και ο παρακμ. λέλαμμαι, οι οποίοι εμφανίζουν τη συνεσταλμένη βαθμίδα *lap-, είναι νεώτεροι σχηματισμοί, πιθ. αναλογικά προς τύπους όπως στραφῆναι, ἔστραμμαι (στρέφω).ΠΑΡ. λέπος, λεπτός, λέπυρο(ν), λεπρόςαρχ.λοπός, λώπη, λώπος.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απολέπω, εκλέπω, επιλέπω, κατηλέπω, περιλέπω, συνεκλέπω].
Dictionary of Greek. 2013.